συριγγῶδες

συριγγῶδες
συριγγώδης
like a pipe
masc/fem voc sg
συριγγώδης
like a pipe
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • ανχαλόνιο — (anchalonium). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειαςτων κακτωδών. Είναι μικρά πολυετή δέντρα που έχουν σαρκώδη και αδρό βλαστό, απλό ή με κλαδιά. Τα φύλλα τους φυτρώνουν στις μασχάλες των κλαδιών. Τα άνθη είναι μεγάλα,κανονικά και ερμαφρόδιτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”